Κακοποίηση ανηλίκων: Η φωνή μας, ας γίνει η φωνή των παιδιών
Ειδικοί και ψυχολόγοι μιλούν στο Newsbomb.gr για το «ανοιχτό τραύμα» της παιδικής κακοποίησης μέσα στην κοινωνία μας. Τα στοιχεία-σοκ, τα ύποπτα σημάδια και ο «Γολγοθάς» για την επούλωση των πληγών.
Άρθρο του Ευάγγελου Κιουλχατζή που δημοσιεύθηκε στο Newsbomb.gr στις 19 Νοεμβρίου 2022.
Το φαινόμενο της παιδικής κακοποίησης εξακολουθεί να αποτελεί μια υποθάλπουσα παθογένεια μέσα στις σύγχρονες κοινωνίες. Για αυτό το λόγο και φέτος η 19η Νοεμβρίου, η Παγκόσμια Ημέρα ενάντια στην κακοποίηση των παιδιών, ήρθε για να μας υπενθυμίσει ότι τα ανήλικα θύματα σωματικής και σεξουαλικής βίας, βρίσκονται εκεί έξω, ακόμα και στην ίδια μας τη γειτονιά και πάνω από όλα χρειάζονται τη βοήθειά μας.
Τα στατιστικά στοιχεία που κατέγραψε ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας τόσο σε διεθνές επίπεδο όσο και στη χώρα μας, αποτυπώνουν το πόσο δραματική είναι η κατάσταση.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το 25-50% των παιδιών ανά τον κόσμο έχει υποστεί σωματική κακοποίηση, ενώ το 20% των κοριτσιών και το 5-10% των αγοριών κακοποιήθηκαν σεξουαλικά.
Όσο για τη χώρα μας:
- 7.500 παιδιά κάτω των 5 ετών υποφέρουν από κάποια μορφή βίας κάθε χρόνο
- 1 στα 5 παιδιά θα βιώσει τουλάχιστον 1 περιστατικό σεξουαλικής βίας έως τα 18 έτη
- 1 στους 2 Έλληνες έγινε μάρτυρας κακοποίησης ανηλίκου
- 7 στις 10 κακοποιήσεις γίνονται από γονείς ή συγγενείς
- Στο 90% των περιπτώσεων ο θύτης είναι κάποιος που το παιδί γνωρίζει και εμπιστεύεται
- 3-5% των βαριά κακοποιημένων παιδιών πεθαίνουν ή αποκτούν σοβαρές μόνιμες αναπηρίες
- Πάνω από 3.000 παιδιά εμπλέκονται σε σεξουαλική εκμετάλλευση μόνο στην πρωτεύουσα
- 45% των θυμάτων δεν μιλά για τουλάχιστον 5 χρόνια, ενώ εκατοντάδες θύματα δεν αποκαλύπτουν ποτέ την εμπειρία τους
Λαμβάνοντας υπόψιν τα παραπάνω σοκαριστικά δεδομένα, το Newsbomb.gr συνομίλησε αρχικά με ειδικό που εργάζεται σε δομή φιλοξενίας παιδιών, η οποία αναλαμβάνει το δύσκολο και σημαντικό έργο της φροντίδας των κακοποιημένων παιδιών.
Αύξηση στα αναφερόμενα περιστατικά
Η Μαρία Πανταζή, Ψυχολόγος στο Κέντρο Αναφοράς και Παροχής Συμβουλευτικής του Συλλόγου «Πρωτοβουλία για το Παιδί» έκανε λόγο αύξηση των περιστατικών μιλώντας στο Newsbomb.gr.
Όπως μας λέει, χάρη στην ευαισθητοποίηση και ενημέρωση των πολιτών οι υποθέσεις παιδικής κακοποίησης φτάνουν πια ευκολότερα στην επιφάνεια:
«Από την καθημερινή επαφή με εφήβους αλλά και μέσα από τη συνεργασία μας με τις Εισαγγελικές Αρχές, διαπιστώνουμε ότι υπάρχει μια αύξηση στα αναφερόμενα περιστατικά, κυρίως γιατί υπάρχει μεγαλύτερη ενημέρωση παιδιών και γονέων αλλά και μεγαλύτερη ευαισθητοποίηση πολιτών, οι οποίοι είναι πιο πρόθυμοι να αναφέρουν τι βλέπουν και τι ακούν στην οικοδομή ή τη γειτονιά τους». Προσθέτει δε, ότι έχει αλλάξει και η προσέγγιση από τον Τύπο ο οποίος πλέον «αναζητά και βγάζει στη δημοσιότητα τα περιστατικά παιδικής κακοποίησης. Υπήρχαν και πρωτύτερα αναφερόμενα περιστατικά κακοποίησης αλλά δε λάμβαναν της προσοχής του Τύπου ή δεν ανακοινώνονταν από τις διωκτικές αρχές».
Αυτού του είδους η νοσηρή συμπεριφορά από του θύτες σύμφωνα με την κυρία Πανταζή οφείλεται σε παράγοντες όπως το προβληματικό οικογενειακό περιβάλλον αλλά και το ότι δεν επιβάλλονται αυστηρές ποινές για παραδειγματισμό των υπολοίπων:
«Στις περισσότερες περιπτώσεις που υπάρχει ποινική δίωξη των θυτών, η ποινή είναι σχετικά μικρή ή/και ανασταλτικού χαρακτήρα, οι θύτες δεν αποτρέπονται ουσιαστικά.
Επιπλέον, ο θύτης επιλέγει παιδιά που είναι ευάλωτα, εκτεθειμένα, παιδιά που προέρχονται από δυσλειτουργικά οικογενειακά περιβάλλοντα, τα οποία πιθανόν να μη δείξουν τη δέουσα προσοχή στη συμπεριφορά του παιδιού ή και στην αναφορά που μπορεί αυτό να τους κάνει. Σε περιπτώσεις παιδικής κακοποίησης που μας αναφέρθηκαν και ασκήθηκαν ποινικές διώξεις, το οικογενειακό περιβάλλον ήταν ενάντια στο παιδί με την έννοια ότι είτε δεν το πίστεψαν είτε θεώρησαν ότι το προκάλεσε είτε συμμετείχε ενεργά το ίδιο στην κακοποίηση του και δεν ήθελε να αναλάβει τις ευθύνες που του αναλογούσαν.
Σκιαγραφώντας το «προφίλ» του θύτη, η ψυχολόγος μάς εξηγεί ότι συνήθως πρόκειται για άτομο από τον στενό κύκλο του παιδιού. Μάλιστα το γεγονός ότι αυτή η παραβατικότητα συντελείται κρυφά, προσφέρει το αίσθημα της «παντοδυναμίας» στους θύτες, τονίζει η ίδια.
«Η αλήθεια είναι πως στις περισσότερες περιπτώσεις, ο θύτης είναι άτομο που το παιδί γνωρίζει: συγγενικό πρόσωπο, φιλικό πρόσωπο, γνωστός των γονέων, κάποιος καθηγητής. Υπάρχουν ενήλικες που δεν έχουν ανεπτυγμένες κοινωνικές δεξιότητες και αισθάνονται ασφαλείς και οικεία με παιδιά και εφήβους και αναζητούν να κάνουν παρέα με αυτά, οπότε επιδιώκουν να κινούνται σε χώρους που βρίσκονται τα παιδιά (π.χ., πάρκα, γήπεδα, παιδότοπους). Από την άλλη, υπάρχουν ενήλικες που αναζητούν την προσωπική τους ευχαρίστηση μέσα από τη θέαση ή την επαφή, πολλές φορές με τη βία, με νεαρά άτομα, καθώς μέσα από αυτήν την πράξη αισθάνονται ότι επιβάλλονται, ότι κυριαρχούν και γενικά, ότι ελέγχουν το άτομο. Η μυστικότητα που μπορεί να διασφαλίζεται με τον εκφοβισμό του παιδιού επίσης προσδίδει αίσθηση μεγαλείου και παντοδυναμίας στους ίδιους».
Αν και υπάρχουν χαρακτηριστικά σημάδια που δείχνουν ότι ένα παιδί έχει πέσει θύμα κακοποίησης, η κυρία Πανταζή επισημαίνει ότι πολλές φορές αυτά δεν αναγνωρίζονται. Σε κάθε περίπτωση όμως η ξαφνική αλλαγή στη συμπεριφορά του παιδιού είναι ένα πρώτο «καμπανάκι»:
«Σε ένα παιδί που προέρχεται από μια λειτουργική οικογένεια, είναι πιο πιθανό οι οικείοι του να παρατηρήσουν συμπεριφορικές αλλαγές που δε συνάδουν με την προηγούμενη εικόνα του, όπως απόσυρση από δραστηριότητες ή ευερεθιστότητα και επιθετική συμπεριφορά. Σε περιπτώσεις όμως παιδιών που ήδη βρίσκονται σε ένα πλαίσιο ελλιπούς εποπτείας και μπορεί να συντρέχει σοβαρή παραμέληση, η συμπεριφορά του παιδιού δεν θα εγείρει ερωτήματα σε κάποιον ώστε να αναρωτηθεί τι συνέβη. Ωστόσο, το παιδί θα αρχίσει κάποια στιγμή να εκδραματίζει, να εκδηλώνει συμπεριφορά που θα φανερώνει τις ανησυχίες του για όσα πέρασε ή περνάει, θα έχει γνώσεις που πιθανόν δεν συνάδουν με την ηλικία του, θα επαναλαμβάνει τη συμπεριφορά που θεωρείται ακατάλληλη παρά τις όποιες άσχημες συνέπειες για το ίδιο. Ένα τέτοιο μοτίβο συμπεριφοράς είναι ενδεικτικό ότι κάτι έχει συμβεί που χρειάζεται διερεύνηση. Όπως και στην περίπτωση της σωματικής κακοποίησης ενός παιδιού στο οικογενειακό περιβάλλον, αυτό θα επιδείξει την επιθετικότητα που προσέλαβε σε άλλα πλαίσια, όπως στο σχολείο και ειδικά με τους συνομηλίκους του».
Όσο για την αντιμετώπιση και διαχείριση των περιστατικών από τη δομή φιλοξενίας στην οποία εργάζεται, η κυρία Πανταζή μίλησε για μια πολύ στρεσογόνα περίοδο για το θύμα:
«Στο Κέντρο Αναφοράς και Παροχής Συμβουλευτικής της Πρωτοβουλίας για το Παιδί συνήθως γίνονται αναφορές για παιδική κακοποίηση. Η αναφορά οδηγεί στην διερεύνηση του περιστατικού από την κοινωνική λειτουργό ώστε να συγκεντρωθούν κρίσιμες πληροφορίες που να στοιχειοθετούν την ενημέρωση των Εισαγγελικών Αρχών. Στη συνέχεια, η Εισαγγελία αποφασίζει αν χρήζει διερεύνησης από την ομάδα προστασίας ανηλίκων και αν θα προχωρήσει η προανακριτική διαδικασία.
Στις περιπτώσεις που κάποιο παιδί ανέφερε σε εμάς την κακοποίηση του, πέρα από την αναφορά προς τις Εισαγγελικές Αρχές αναλαμβάνουμε τη ψυχολογική υποστήριξη του ίδιου και της οικογένειας, αν αυτή το επιθυμεί. Ενδέχεται, όπως προαναφέραμε, το οικογενειακό περιβάλλον να μην είναι σύμφωνο με την αναφορά του παιδιού και να μην επιδιώκει την εμπλοκή της στην ποινική διαδικασία, οπότε να υπάρχουν συγκρούσεις στο οικογενειακό περιβάλλον και να τίθεται θέμα ασφάλειας του παιδιού. Καταβάλλονται προσπάθειες να ενδυναμωθεί η οικογένεια ή να βρεθεί τουλάχιστον ένα άτομο και ένα πλαίσιο στο οποίο το παιδί θα αισθανθεί ασφαλές ώστε να διαχειριστεί το άγχος που προκαλεί η προανακριτική διαδικασία αλλά και η αναμονή μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης σε κάποιο δικαστήριο. Πρόκειται για μια πολύ χρονοβόρα και στρεσογόνα περίοδο για το παιδί, όπου χρειάζεται σταθερότητα και διαρκή διαπραγμάτευση των φόβων και ανησυχιών που εγείρονται. Σε όλη αυτήν τη διαδικασία είμαστε διαθέσιμοι για το παιδί για να μπορεί να αντεπεξέλθει».
Σημαντική είναι η δράση της κοινωνίας αλλά και καθενός από εμάς όπως τονίζει η κυρία Πανταζή, ώστε τα παιδιά να απαλλαγούν από τον «εφιάλτη» όσο πιο γρήγορα γίνεται:
«Ως κοινωνία οφείλουμε για την σωστή ενημέρωση για την πρόληψη του φαινομένου. Μέσα από ενημερωτικές δράσεις σε σχολεία για τους νέους, σχολές γονέων για την ενίσχυση της διαπαιδαγώγησης των παιδιών τους και την αντιμετώπιση κρίσεων, μπορούν να συμβάλλουν στην εξάλειψη του φαινομένου. Η εκπαίδευση των επαγγελματιών, για να μπορούν να αναγνωρίζουν τα σημάδια κακοποίησης και έγκαιρα να γίνεται η αντιμετώπιση των περιστατικών, συμβάλλουν επίσης στην αντιμετώπιση οποιασδήποτε μορφής κακοποίησης. Τέλος, όλοι (γονείς/φροντιστές, εκπαιδευτικοί, προπονητές κ.ά.) μπορούν να συμβάλλουν στην εξάλειψη του φαινομένου αναφέροντας την παραμικρή ένδειξη αλλαγής της συμπεριφοράς των παιδιών. Η φωνή μας ας γίνει η φωνή τους».
«Από τα πιο δύσκολα περιστατικά» - «Δύσκολο να χτίσεις σχέση εμπιστοσύνης με το παιδί»
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και «η χείρα βοηθείας» που λαμβάνουν τα παιδιά από την πλευρά του ψυχολόγου-ψυχοθεραπευτή. Η Δρ. Άννα Κανδαράκη, κλινική ψυχολόγος - ψυχοθεραπεύτρια και Διδάκτωρ Ιατρικής σχολής Αθηνών καθώς και η Νάσια Σκαμπαρδώνη,Ψυχοθεραπεύτρια και Ψυχολόγος, μιλούν στο Newsbomb.gr, για τη «μάχη» που καλούνται να δώσουν ώστε να βοηθήσουν τα παιδιά να ξεπεράσουν το ανοιχτό τραύμα που τους άφησε μια κακοποιητική συμπεριφορά.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η κυρία Κανδαράκη, αυτού του είδους οι περιπτώσεις είναι από τις πιο δύσκολες που μπορεί να αντιμετωπίσει ένας ψυχολόγος. Όσο μεγάλη προσπάθεια κι αν γίνει ώστε να «κλείσει» το τραύμα, καμιά φορά μπορεί αυτό να μην είναι εφικτό:
«Είναι από τα πιο δύσκολα περιστατικά. Γιατί αυτά τα παιδιά είναι τραυματισμένα και όπως κάθε τραυματισμένος είναι φοβισμένα, κλειστά. Δυσκολεύονται να εμπιστευτούν και στην πορεία να συσχετιστούν. Και ίσως ακόμα πιο δύσκολο από τα σωματικά τραύματα είναι τα ψυχικά. Γιατί είναι βαθιά και αόρατα. Τα παιδιά που έχουν κακοποιηθεί έχουν χάσει την παιδικότητά τους. Δεν μπόρεσαν να υπάρξουν παιδιά και για αυτό θα έχουν πάντα να πολεμούν με αυτές τις ουλές. Που ακόμα κι αν δουλευτούν, θα αφήσουν πάντα σημάδια».
Από την πλευρά της η κυρία Σκαμπαρδώνη, εστιάζει στο «στοίχημα» που απαιτείται να κερδίσει ο ψυχοθεραπευτής ώστε να τον εμπιστευτεί το παιδί, μια διαδικασία που ίσως να διαρκέσει αρκετό καιρό:
«Ένας ψυχοθεραπευτής χρειάζεται να επικεντρωθεί αρχικά στο χτίσιμο μιας ασφαλούς σχέσης εμπιστοσύνης με το παιδί ώστε να μπορέσει σιγά σιγά να μιλήσει ανοιχτά χωρίς να νιώθει ότι θα κριθεί, και να εντοπίσουν μαζί το τραύμα, να μιλήσουν για όσα έγιναν και να επεξεργαστούν συναισθήματα ώστε να προχωρήσουν παρακάτω και να δουν πως επηρεάζεται στο τώρα και τι θα κάνουν με αυτό. Το δύσκολο λοιπόν σε αυτές τις περιπτώσεις είναι να χτίσει εμπιστοσύνη το παιδί γιατί αν έχει βιώσει κακοποίηση, το θέμα δεσμός και σύνδεσης για εκείνο ηχεί απειλητικά και είναι κλεισμένο στο καβούκι του. Πολλώ δε να περιγράψει και να αναβιώσει γεγονότα που το τραυμάτισαν. Για αυτό ένα θεραπευτής χρειάζεται να δώσει πολύ χώρο και όσο χρόνο χρειάζεται, ώστε να είναι υποστηρικτικός και ενσυναισθητικός. Μετά από τέτοια βιώματα το μόνο σίγουρο είναι πως ένα παιδί χρειάζεται πολλή δουλειά ψυχοθεραπευτική. Παρ' όλα αυτά, η κάθε περίπτωση είναι ξεχωριστή και αρκετοί παράγοντες επηρεάζουν το κατά πόσο θα καταφέρει ένα παιδί να επουλώσει τις πληγές του».
Η κυρία Κανδαράκη όπως τονίζει, είναι ανάγκη να καταλάβουμε ότι ο θύτης δεν είναι απαραίτητο να έχει μια εικόνα που να κινεί υποψίες. «Θύτης μπορεί να είναι ο οποιοδήποτε», υπογραμμίζει η κλινική ψυχολόγος για αυτό το βάρος θα πρέπει να πέσει στη δημιουργία ενός υγιούς οικογενειακού κλίματος στο σπίτι:
«Η βιβλιογραφία δείχνει ότι τις περισσότερες φορές έχουμε να κάνουμε με πρόσωπα που το παιδί τα γνωρίζει και αρχικά δεν τα φοβάται. Έχει μια οικειότητα. Όμως θα πρέπει να σπάσουμε τη στερεοτυπική εικόνα του θύτη που έχει περίεργη εικόνα και κρύβεται με μια γκαμπαρντίνα μέσα στο δάσος. Θύτης μπορεί να είναι ο οποιοσδήποτε και πάντα θα υπάρχουν σκοτεινοί άνθρωποι με ζωώδεις συμπεριφορές εκεί έξω. Το ζητούμενο δεν είναι να εκπαιδεύσουμε τα παιδιά μας να τους εντοπίζουν. Το σημαντικό είναι να δημιουργήσουμε ένα υγιές περιβάλλον μέσα στο μικροκλίμα του σπιτιού, το παιδί να νιώθει ασφάλεια να εμπιστευτεί εάν βρεθεί σε μια αντίστοιχη κατάσταση. Τα παιδιά έχουν ένα αλάνθαστο ένστικτο να εντοπίζουν το περίεργο και το λάθος βλέμμα και άγγιγμα. Σημασία έχει να έχουν την ελευθερία και την ασφάλεια να το μοιραστούν και να προφυλαχθούν».
Η κυρία Σκαμπαρδώνη προσθέτει πως είναι κομβικής σημασίας το «πρόσημο» στο οικογενειακό περιβάλλον του παιδιού, ειδικά για την ψυχοθεραπεία:
«Καταλαβαίνουμε πόσο μεγάλο ρόλο μπορεί να παίζει το χρονικό διάστημα που κακοποιείτο το παιδί, ποιος ήταν ο κακοποιητής του, τι είδους δεσμό είχε με τον θύτη, αν για παράδειγμα ήταν γονιός ή κάποιος άλλος, και αν τα πρόσωπα που είχε προσδεθεί το παιδί το προστάτεψαν ή όχι. Επιπρόσθετα, κάποια ατομικά χαρακτηριστικά παίζουν ρόλο, όπως το χαρακτηριολογικό κομμάτι ή η ανθεκτικότητα του καθενός. Προκύπτουν θέματα συναισθηματικής ασφάλειας, εμπιστοσύνης, σύνδεσης με τους άλλους, συναισθήματα ενοχής, αμφισβήτησης εαυτού, συνεπώς σημασία μεγάλη έχει για την ψυχοθεραπευτική πορεία του παιδιού και το αν είναι πλέον υποστηρικτικό και ασφαλές το περιβάλλον στο οποίο έχει περιέλθει».
Για την Άννα Κανδαράκη πέρα από την αλλαγή συμπεριφοράς υπάρχουν μερικές ακόμα ενδείξεις που μαρτυρούν ότι ένα παιδί έπεσε θύμα κακοποίησης:
«Κάθε παιδί είναι μοναδικό και βιώνει το τραύμα με το δικό του τρόπο. Συνήθεις συμπεριφορές είναι διαταραχές στον ύπνο, απότομη αλλαγή συμπεριφοράς, απομόνωση ή επιθετικότητα. Μπορεί να δούμε παλινδρομήσεις σε άλλη αναπτυξιακή φάση, όπως νυχτερινή ενούρηση ή μεγάλη προσκόλληση στο γονέα. Αντίστοιχα έντονο ενδιαφέρον ή ντροπή για ζητήματα που δεν αντιστοιχούν στην ηλικία του, όπως είναι το γυμνό σώμα».
Κλείνοντας, η ψυχολόγος στέλνει ένα δυνατό μήνυμα ώστε να υπάρξει ουσιαστική αντιμετώπιση επί του θέματος:
«Πίσω από κάθε κακοποιημένο παιδί υπάρχει ένας ενήλικας που έχει δείξει αμέλεια. Αρχικά θα πρέπει να ενημερώσουμε τον κατάλληλο φροντιστή, που όντως μπορεί να αναλάβει και να φροντίσει αυτό το παιδί και στην πορεία να απευθυνθούμε οπωσδήποτε στις αντίστοιχες δομές.
Το ζήτημα δεν είναι η συμπτωματική αντιμετώπιση αλλά η ουσιαστική, και αυτό θα γίνει με την εξυγίανση του οικογενειακού περιβάλλοντος».