Κλείσιμο
Καλάθι
Κλείσιμο

ΠΡΟΣΤΕΘΗΚΑΝ ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΣΤΟ ΚΑΛΑΘΙ:

Μερικό Σύνολο:
Το ανήλικο θύμα στο δρόμο της δικαιοσύνης

Το ανήλικο θύμα στο δρόμο της δικαιοσύνης

Τασσόμαστε υπέρ των ατόμων που σαν κύμα αποφάσισαν να καταγγείλουν την ηθική τους παρενόχληση και την σωματική, ψυχολογική και σεξουαλική κακοποίηση που υπέστησαν. Γεννεσιουργός αιτία του προβλήματος φαίνεται να είναι η εξουσία και της δύναμη που πραγματικά ή συμβολικά κατέχει κάποιος και τη χρησιμοποιεί σε βάρος του άλλου που συνδέεται μαζί του με εξαρτημένη σχέση, γονεϊκή, εργασίας κλπ.

Θα θέλαμε να εστιάσουμε στα όσα συμβαίνουν στο θύμα της κακοποίησης μετά την καταγγελία και πιο συγκεκριμένα τα όσα συμβαίνουν στο ανήλικο θύμα σεξουαλικής κακοποίησης - παρενόχλησης.

Η κακοποίηση και ιδιαίτερα η κακοποίηση παιδιών δεν αφορά μόνο συγκεκριμένες υπηρεσίες παιδικής προστασίας ή μόνο την Εισαγγελική Αρχή ή μόνο τους Λειτουργούς της Δικαιοσύνης. Για τη διαχείριση της κακοποίησης παιδιών απαιτείται η εφαρμογή της Νομοθεσίας που κατευθύνει τις λειτουργίες και τις παρεμβάσεις όλων των επί μέρους υπο-συστημάτων, που η ύπαρξή τους καθορίζεται από στόχους που αφορούν την επίτευξη της ευημερίας των παιδιών. 

Ακριβώς εδώ, ξεκινά η ιστορία που επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά για όλους εμάς τους λειτουργούς παιδικής προστασίας που λαμβάνουμε αναφορές κακοποίησης παιδιών.


ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΝΟΜΟ Η ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

Σύμφωνα με το Νόμο, όταν λειτουργός παιδικής προστασίας ή εκπαιδευτικός έχει υπόνοιες ή δεχθεί αναφορά κακοποίησης ή παραμέλησης υποχρεούται να το αναφέρει εγγράφως και τάχιστα στην Εισαγγελική Αρχή.

Όσοι ασχολούμαστε εξ επαγγέλματος με την παιδική προστασία λαμβάνουμε καθημερινά αναφορές περιστατικών σεξουαλικής κακοποίησης και παραμέλησης παιδιών. Όπως ο νόμος μας υποχρεώνει, αμέσως ενημερώνουμε τον αρμόδιο Εισαγγελέα. Τα ανήλικα θύματα μας εμπιστεύτηκαν. Μας παραχώρησαν πρόσβαση σε ένα κομμάτι του εαυτού τους που ήταν πολύ δύσκολα προσπελάσιμο, ακόμα και για τα ίδια. Η ευθύνη όλων μας είναι τεράστια σε σχέση με τη διαχείριση αυτής της πληροφορίας.


Ο ΔΥΣΒΑΤΟΣ ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΗΣ

Από την στιγμή που οι ανήλικοι θα μας εμπιστευθούν και στη συνέχεια εμείς θα προωθήσουμε την αναφορά μας, διανύουν τη μαραθώνια διαδικασία  που χαρακτηρίζεται από την επανάληψη της περιγραφής των γεγονότων σεξουαλικής παρενόχλησης και κακοποίησης σε διαφορετικούς ανθρώπους, διαφορετικών ειδικοτήτων. Και θυματοποιούνται δευτερογενώς. Αυτό που αισθάνονται είναι πλήρης έλλειψη ελέγχου επί της διαδικασίας. Ό,τι  συνέβη και στους τόπους και χρόνους που κακοποιήθηκαν. Και έπειτα αναμένουν... αναμένουν το αποτέλεσμα του δικαστηρίου.


Η ΗΜΕΡΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ – Η ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΟΥ ΑΝΗΛΙΚΟΥ

Μετά από χρόνια η υπόθεση που έχει θύμα τον ανήλικο παραπέμπεται σε δίκη. Οι φερόμενοι ως θύτες συνήθως έχουν προσλάβει δικηγόρους, άξιους επαγγελματίες νομικούς να υπερασπιστούν την θέση τους, όπως άλλωστε έχουν δικαίωμα να κάνουν. Τα παιδιά από την άλλη, τα φερόμενα ως θύματα σεξουαλικής κακοποίησης πρέπει να μιλήσουν για να ακουστούν και να προστατευτούν. Ποιον έχουν δίπλα τους ως νομικό παραστάτη όταν δικάζεται η υπόθεσή τους; Συνήθως κανέναν.


Η ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΥΤΟΥ ΠΟΥ ΕΚΑΝΕ ΤΗΝ ΑΝΑΦΟΡΑ

Στα 11 χρόνια εμπειρίας μας, λειτουργοί στον τομέα της παιδικής προστασίας, καλούμαστε από τις δικαστικές αρχές στο ακροατήριο για να καταθέσουμε ως μάρτυρες επειδή εμείς ήμασταν οι πρώτοι αποδέκτες και καταγραφείς αναφορών σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών. Η διαδικασία δεν είναι εύκολη, διότι και εμείς, είμαστε μόνοι μας. Τις περισσότερες φορές απουσιάζουν ακόμα και οι γονείς των παιδιών- θυμάτων, που λόγω των ιδιαίτερα προβληματικών δυναμικών στην οικογένεια δεν μπορούν ή δεν επιθυμούν να βρίσκονται στο πλευρό των παιδιών τους. Υπάρχουν οι περιπτώσεις που ο γονέας ή οι γονείς καλούνται ως μάρτυρες στο δικαστήριο αλλά αποφασίζουν να μην εμφανιστούν, ενώ υπάρχουν οι περιπτώσεις που ο γονέας δεν έχει κληθεί καν σαν μάρτυρας.

Ακόμη και αν ο γονέας υποχρεούται να παραβρεθεί και να καταθέσει τη μαρτυρία του για το παιδί του που ανέφερε σεξουαλική παρενόχληση από τρίτο άτομο, αυτό δε σημαίνει ότι ο γονέας θα υπερασπιστεί το παιδί του. Και αυτό θα είχε περαιτέρω συνέπειες. Στα παιδιά εννοείται.


Η ΔΙΚΗ ΜΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΣΤΟ ΑΚΡΟΑΤΗΡΙΟ

Στην πλειονότητα των περιπτώσεων που κληθήκαμε ως μάρτυρες στο δικαστήριο, οι φερόμενοι ως θύτες είχαν στο πλευρό τους δικηγόρους, δυνατούς και πιθανότατα ακριβοπληρωμένους. Το παιδί δεν έχει κανέναν.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, αφού ολοκληρωθεί η διαδικασία εξέτασης των μαρτύρων και η ανάγνωση των όσων είπαν τα παιδιά, καθώς τα ίδια ως ανήλικα δεν ακούγονται στο δικαστήριο, ακολουθεί η υπεράσπιση του κατηγορουμένου. Σπάνια, πολύ σπάνια εξετάζονται τα ουσιώδη γεγονότα που αναφέρθηκαν από το παιδί. Συνήθως το θέμα της σεξουαλικής κακοποίησης παρενόχλησης εξετάζεται υπό το πρίσμα άλλων δεδομένων, όπως η αξιοπιστία αυτών που μετέφεραν γραπτώς τα λεγόμενα των παιδιών (δηλαδή ημών των αναφερόντων) και σε αυτή τη βάση δεχόμαστε από την υπεράσπιση πλήθος υποτιμητικών σχολίων για την προσωπική και επαγγελματική μας υπόσταση, για τους τίτλους σπουδών μας, μέχρι και για τα πανεπιστήμια που βγάλαμε.

Σας καλώ να σκεφτείτε: τί γίνεται στις περιπτώσεις που το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ της αναφοράς της πράξης της σεξουαλικής κακοποίησης ή παρενόχλησης και της καθαυτής πράξης είναι μεγάλο; Τι συμβαίνει στις περιπτώσεις που δεν υπάρχουν ιατροδικαστικά ευρήματα (το ποσοστό αυτό ανέρχεται στο 95% των περιπτώσεων των αναφορών σεξουαλικής κακοποίησης-παρενόχλησης). Τότε, συνήθως εξετάζονται άλλα δεδομένα: Όπως ότι τα παιδιά μπορεί να λένε ψέματα, ότι τα παιδιά μπορεί να παρερμήνευσαν γεγονότα, ακόμα μπορεί να εξετάζονται και περιπτώσεις που τα παιδιά είχαν δυσλειτουργική σεξουαλική συμπεριφορά (η οποία σημειωτέων είναι σύμπτωμα σεξουαλικής κακοποίησης).


ΡΙΧΝΟΥΝ ΤΟ ΜΠΑΛΑΚΙ ΣΕ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟ ΠΟΥ ΑΝΕΦΕΡΕ ΤΟ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΟ

Την ίδια στιγμή, λίγο πριν την απόφαση του Δικαστηρίου εμείς που δεχτήκαμε την καταγγελία, την καταγράψαμε και υποβάλαμε την αναφορά στον Εισαγγελέα, μέσα στην δικαστική αίθουσα, τυγχάνει πολύ συχνά να χαρακτηριζόμαστε ως οι υπεύθυνοι που «αδίκως» υποβάλλαμε τον κατηγορούμενο, του οποίου ακόμη τεκμαίρεται η αθωότητα, σε αυτήν την «ταλαιπωρία».

Δηλώνουμε κατηγορηματικά πως δεν έχουμε καμία πρόθεση να ταλαιπωρήσουμε κανέναν. Η δουλειά μας είναι η παιδική προστασία, λαμβάνουμε αναφορές, τις καταγράφουμε και υποβάλλουμε γραπτώς τα λεγόμενα των παιδιών.

Αλήθεια τι θα έπρεπε να είχαμε κάνει; Να υποκρινόμασταν ότι ουδέποτε ακούσαμε ό,τι κατήγγειλε ο ανήλικος προκειμένου να μην ταλαιπωρηθεί ο φερόμενος θύτης;

Ας μην αναρωτιόμαστε ως κοινωνία για τον λόγο που τα στόματα μένουν κλειστά. Πως να αντέξει ο πολίτης, ο μη αρμόδιος λειτουργός όπως είμαστε εμείς, όλη αυτήν την δοκιμασία που όταν θα παρουσιαστεί ως μάρτυρας στο Δικαστήριο η υπερασπιστική γραμμή του κατηγορουμένου θα βασίζεται κατά μεγάλο μέρος στον εξευτελισμό και την αποδόμηση του ατόμου που έκανε τη δουλειά του σύμφωνα με το νόμο;

 

Ο ΑΝΗΛΙΚΟΣ ΔΕΝ ΑΚΟΥΓΕΤΑΙ

Η υπερασπιστική γραμμή του φερόμενου ως δράστη είναι σε κάθε περίπτωση νόμιμη και θεμιτή. Οι δικηγόροι υπεράσπισης κάνουν ό,τι μπορούν προκειμένου ο εντολέας τους να έχει μια δίκαιη δίκη. Ορθώς. Ωστόσο είναι άνιση η μάχη όταν το ανήλικο θύμα δεν έχει την δυνατότητα να έχει στο πλευρό του Δικαστικό Παραστάτη. Και αυτό συμβαίνει είτε επειδή δεν υπάρχει η οικονομική δυνατότητα της οικογένειας να ανταπεξέλθει στο κόστος της Δικαιοσύνης για την υποστήριξη της κατηγορίας, είτε επειδή η οικογένεια είναι αδύναμη, ή προτιμά για διάφορους λόγους να μείνει ανύπαρκτη σε αυτήν την δίκη. Υπάρχουν περιπτώσεις που η πλευρά του ανηλίκου θύματος δεν ακούγεται στην δίκη. Διότι το ίδιο δεν έχει δικαιοπαραστατική ικανότητα και επειδή κανείς δεν του διόρισε δικηγόρο για την υποστήριξη της κατηγορίας.

Δε θα έπρεπε να είναι δεδομένη η παρουσία δικηγόρου ως φωνή του ανήλικου θύματος, τουλάχιστον για τις περιπτώσεις σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, αφού το κράτος μέσω των αρμόδιων υπουργείων του διαμηνύει σε όλους τους τόνους ότι αποτελεί προτεραιότητα η προστασία της παιδικής ηλικίας;

Το παιδί αποφάσισε να εμπιστευτεί «το σύστημα» την στιγμή που εξέφρασε το βίωμά του ωστόσο η περίπλοκη διαδρομή μέχρι η υπόθεσή του να φτάσει στην Δικαστική αίθουσα, από την οποία το παιδί θα απουσιάζει την ώρα της κρίσης, κλονίζουν πάντα την εμπιστοσύνη που επέδειξε.


ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ

Αυτό που έχουμε να μεταφέρουμε εμείς ως μήνυμα είναι το εξής: ότι όταν το παιδί δικαιώνεται και μέσω της νομικής διαδικασίας για την κακοποίηση που υπέστη, παρουσιάζει ταχύτερο ρυθμό ανάρρωσης από το τραύμα. Γιατί κατάλαβε το εξής: ότι έκανε σωστά που μίλησε, ότι έγινε πιστευτό, ότι αυτό που υπέστη ήταν παράνομο και εγκληματικό και ότι αυτό δεν είναι ανεκτό από την κοινωνία ολόκληρη.


Της Θεοδώρας Νιώπα, Κοινωνικής Λειτουργού MSc, της Πρωτοβουλίας για το Παιδί.

 

Σημείωση: Το παρόν άρθρο δημοσιεύθηκε στην καθημερινή εφημερίδα «ΛΑΟΣ» της Ημαθίας.